συντριαινώ

συντριαινώ
-όω, Α
1. αναταράσσω με την τρίαινα
2. μτφ. καταστρέφω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τριαινῶ «αναταράσσω, κλονίζω» (< τρίαινα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”